Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Μια λάμψη από αντιφάσεις

https://tvxs.gr/news/blogarontas/mia-lampsi-apo-antifaseis


Με το πέρασμα ενός μήνα, πια, από τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη και με την απότομη αποκλιμάκωση, μέχρι και εξαφάνιση, της συζήτησης για την παρουσία του στην ιστορία, γράφω λίγα πράγματα για την προσωπική και συλλογική διαχείριση ενός ιστορικού μεγέθους, όπως ήταν αυτός. Μάλλον, για τη προσπάθεια διαχείρισής του. Για τον τρόπο που ο Θεοδωράκης πάντα εισέβαλε στη ζωή και στη σκέψη μας.

Ήταν Ιούνιος. Και στη Θεσσαλονίκη Θα γίνονταν το βράδυ τα εγκαίνια του Θεάτρου Γης. Το θέατρο είχε δημιουργηθεί σε ένα παλιό νταμάρι. Έναν χώρο εκτελέσεων από τους Ναζί. Τα εγκαίνια, λοιπόν, θα ήταν μια συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη με την Μαρία Φαραντούρη, με το Άξιον Εστί και τις Μικρές Κυκλάδες. Εγώ ημουν στη Β' λυκειου. Την επόμενη μέρα έδινα μαθηματικά. Η μητέρα μου αποφάσισε να παμε στη συναυλία. "Έτσι κι αλλιώς δεν θα γράψει!", είπε στον πατέρα μου που δυστρόπησε. Δεν ήθελε να χάσω αυτήν την ευκαιρία.

Ο Θεοδωράκης ήταν για εμένα η πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Ήταν η συναυλία στην πτώση της Χούντας που έβλεπα τα καλοκαίρια στην ΕΡΤ, στην επέτειο της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Ήταν η μουσική του Ζ που ένα άλλο βράδυ καλοκαιριού, ενώ πάλι είχα εξετάσεις, ο πατέρας μου μπήκε στο δωμάτιο μου και μου είπε να αφήσω τα βιβλία και να έρθω να δω την ταινία μαζί του. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν η ιστορία του πατέρα μου, οι αγώνες της γενιάς του, οι Λαμπράκηδες. Και εκείνο το βράδυ εγώ τον έβλεπα μπροστά μου. Να διευθύνει με το γνωστό του νεύρο. Και στο τέλος πήρε το μικρόφωνο και είπε "Σιγά μην έχανα την ευκαιρία να τραγουδήσω μαζί σας". Και είπαμε όλοι μαζί το "Ειμαστε δυο, είμαστε τρεις". Κι εγώ, για λίγο, πολύ λίγο, έζησα κάτι από τη Μεταπολίτευση.

Είδα από τότε κι άλλες φορές τον Θεοδωράκη. Στο Θέατρο Δάσους, το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου να δηλώνει συγκλονισμένος από όσα είχαν γίνει. Στο Σύνταγμα, σε μια μεγάλη συναυλία υπέρ της Παλαιστίνης στις μέρες μιας μεγάλης επίθεσης Ισραήλ να απαγγέλει δύο στίχους του Γεωργουσόπουλου. "Να το πιστέψω πως μες στο τανκ, είναι το εγγόνι της Άννα Φρανκ;". Μια συναυλία, μάλιστα, που ταίριαζε πολύ στον ενωτικό ρόλο που διεκδικούσε ο Μίκης, γιατί την είχαν συνδιοργανώσει οι πάντες! Η Παλαιστινιακή Παροικία, η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, οι πολιτικές νεολαίες όλων των κομμάτων μαζί (Ν. ΠΑΣΟΚ, ΚΝΕ, Ν. ΣΥΝ, ΟΝΝΕΔ, Ν. ΔΗΚΚΙ), η ΠΟΕΣΥ, η ΕΣΗΕΑ και πολλοί δήμοι της Αθήνας. Αλλά καμία φορά δεν είναι σαν εκείνη, την πρώτη που τον είχα δει. Και η συγκίνηση εκείνη, η συγκίνηση της κάθε φοράς που ακούω την μουσική του και φέρνω στο νου τα γεγονότα, τους αγώνες με τα οποία συνδέεται είναι ένα από τα πολλά που για πάντα θα χρωστάω στους γονείς μου.

Όμως, τον Θεοδωράκη τον είδα, τον είδαμε όλοι μας, και μια φορά ακόμη. Στην συγκέντρωση για το Μακεδονικό, στο Σύνταγμα. Ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών. Περιφρουρούμενο από φασίστες που του φώναζαν «Μίκη αλλάζεις την ιστορία», από Κασιδιαραίους που τον καλωσόριζαν πίσω στο σπίτι του, ως πρώην μέλος της ΕΟΝ του Μεταξά. Χυδαιότητες, λαθροχειρίες και πηχτές καθαρές βλακείες χόρεψαν εκείνη τη μέρα γύρω από τον Θεοδωράκη. Και τους έδωσε ο ίδιος το δικαίωμα να το κάνουν. Και υπεράνω κριτικής δεν είναι κανένας. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Σύμφωνοι. Μπορούν, όμως, και να τα διαγράφουν;

Όπως αφηγείται ο ίδιος ο Θεοδωράκης, σε ένα ταξίδι του στην Κούβα τριγυρνούσε με τον Τσε Γκεβαρα. Παντού τριγύρω υπήρχε το σύνθημα "Πατρίδα ή θάνατος". Κάποια στιγμή, περνώντας έξω από ένα σφαγείο, είδε το σύνθημα γραμμένο κι εκεί. Γύρισε, τότε, και είπε στον Τσε:


«Αγαπητέ σύντροφε, εδώ κοροϊδεύετε τα ζώα».

«Γιατί;» απόρησε ο Τσε. Κι ο Μίκης συμπλήρωσε:

«Ε, μα τι πατρίδα ή θάνατος; Εδώ δεν υπάρχει επιλογή για τα ζώα, μόνο θάνατος!». Κι ο Τσε γελούσε.


Τι να πεις, λοιπόν; Τι να πεις για έναν άνθρωπο που μπορούσε να κάνει αστειάκια με τον Τσε Γκεβαρα, να σηκώνει το τηλέφωνο και να παίρνει τον Φιντέλ Κάστρο κι όποιον άλλο ηγέτη ήθελε. Έναν άνθρωπο που είναι αυτό που οι αμερικανοί λένε "bigger than life". Και πώς να του κάνεις κριτική για τις ανορθογραφίες του; Ο Θεοδωράκης είχε περάσει πια στην ιστορία πολύ πριν πεθάνει. Και το ήξερε. Κι αυτό, ίσως, επηρέασε και τις κινήσεις του. Αλλά την ιστορία, πριν την κριτικάρουμε, πρέπει πρωτίστως να την ερμηνεύσουμε. Να δούμε περιόδους, συγκυρίες, μικρές και μεγάλες στιγμές. Όχι για να συγχωρέσουμε, για να ξεχάσουμε, να δικαιολογήσουμε. Αλλά ούτε και για να τιμωρήσουμε. Δεν χρειάζεται πάντα να κουνάμε το δάχτυλο στην ιστορία και στα πρόσωπα. Ακόμη κι αν έχουμε εν μέρει δίκιο.

Τελικά, ο Μίκης Θεοδωράκης στην προσπάθειά του να ενώσει την Ελλάδα, ίσως να έγινε ο ίδιος σαν την Ελλάδα. Μια λάμψη από αντιφάσεις. Όπως η Ελλάδα που στις καλύτερες στιγμές της νιώθεις περήφανος κι ευλογημένος που την ζεις. Και τις χειρότερες δεν το πιστεύεις ότι τις ζεις.

Η Ελλάδα που εμείς μπορεί να της σούρνουμε τα μύρια όσα, αλλά όταν το κάνει άλλος ανταριαζόμαστε και του το κόβουμε. Η Ελλάδα που μας απωθεί και που την διεκδικούμε κάθε στιγμή. Και έτσι, ο Θεοδωράκης, με τις αντιφάσεις και τις βαθιές χαράδρες που "δικαιολογείται" να έχει ένα ψηλό βουνό, διάβηκε μέρη πολλά, αλλά έκανε στο τέλος έναν εντυπωσιακό κύκλο. Όχι τόσο επειδή ζήτησε να τελειώσει τη ζωή του "σαν κομμουνιστής".

Αλλά κυρίως επειδή ζήτησε να γραφτεί στον τάφο του πως "Πολέμησε τον Δεκέμβρη". Όμως, ο Δεκέμβρης του '44, τα Δεκεμβριανά, δεν ήταν η Εθνική Αντίσταση. Ήταν η σύγκρουση του ΕΑΜ με τους Άγγλους, την κυβέρνηση και τους συνεργάτες των Ναζί που τους έβγαλαν από το Γουδή και τους έδωσαν όπλα για να χτυπήσουν αυτούς που λίγο πριν είχαν πετάξει από το κορμί της Ελλάδας τη σβάστικα. Ήταν το πρελούδιο του Εμφυλίου. Και αυτό είναι μια σπουδαία δήλωση. Είναι μια κατάφαση σε μια συγκρουσιακή ενότητα, όχι σε μια ενότητα άκαπνη και αφελή. Στο τέλος της ζωής του ο Θεοδωράκης θύμισε πως η ενότητα δεν έρχεται με την επίκλησή της. Και πως ο διχασμός δεν είναι πάντα για κακό. Γιατί μακροπρόθεσμα μπορεί να φέρει τις ισορροπίες της νέας ενότητας.

Βόλεψε πολλούς που η τελευταία πολιτική παρέμβαση του Θεοδωράκη ήταν για το Μακεδονικό. Τους βοήθησε να "ξεχάσουν" την προτελευταία. Που ήταν ενάντια στα Μνημόνια. Ήταν η παρουσία του στο Σύνταγμα, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο. Όταν έφαγαν μαζί μας, δίπλα μας, τα χημικά. Εμείς, αυτό δεν το ξεχνάμε. Εμείς, ας θυμίζουμε για πάντα πως όχι μόνο η Χούντα, αλλά και η "κοινοβουλευτική δημοκρατία" της Δεξιάς φυλάκισε, εξόρισε, βασάνισε τον Μίκη Θεοδωράκη και απαγόρευσε την μετάδοση των τραγουδιών του. Να το θυμίζουμε ακριβώς για να συγκρουόμαστε. Να συγκρουόμαστε με την παλιά ψευδεπίγραφη βρώμικη ενότητα των νικητών του Εμφυλίου. Για να φέρουμε μια νέα ενότητα, με μία νέα ποιότητα. Αληθινή, συνειδητή, καθαρή. Δημοκρατική. Όσο εφικτή είναι.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Τι δουλειές θα έχουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ.;

https://www.avgi.gr/politiki/397378_ti-doyleies-tha-ehoyme-me-ton-syriza-ps

Κανείς δεν ξεκινάει να περπατάει προς ένα μέρος αν δεν ξέρει τι θα βρει εκεί. Έστω, στο περίπου. Αυτό ισχύει και για την πολιτική. Είναι το περίφημο «συμβόλαιο με τον λαό», που μπορεί ως όρο να το κατοχύρωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι που κάνει κάθε κόμμα που διεκδικεί την εξουσία. Αυτό το εκάστοτε «συμβόλαιο» περιλαμβάνει μια ερμηνεία του παρόντος και μια εικόνα του μέλλοντος.

Τι έλεγε το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη; Ζούμε στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, την οποία έφτιαξε το ΠΑΣΟΚ. Τώρα πρέπει να πάμε σε ένα νέο μοντέλο, με ιδιωτικοποιήσεις, με εργασιακή ευελιξία και άλλα τέτοια. Αλλά σας υπόσχομαι πως στην Ελλάδα που θα φτιάξω, αν έχετε σπουδάσει τα κατάλληλα αντικείμενα -οικονομικά, χρηματοπιστωτικά, πληροφορική και άλλα που συνδέονται με το νέο οικονομικό μοντέλο που θα φέρω-, θα βγάλετε πολλά λεφτά. Τι καταλάβαινε ο κόσμος; Γίνε, παιδί μου, χρηματιστής - διαφημιστής - μάνατζερ και θα ζήσεις καλά.

Τι έλεγε το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου; «Λεφτά υπάρχουν, αλλά είναι σε λάθος τσέπες» και «θα γίνουμε μια Δανία του Νότου». Τι καταλάβαινε ο κόσμος; Ότι θα έχουμε διαφάνεια, ότι θα φτιάξουμε ένα αποτελεσματικό κράτος και ότι θα δουλέψουμε με τα σύγχρονα εργαλεία, όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Άρα όσοι έχουν σπουδάσει κάτι σχετικό με αυτά που χαρακτηρίζουν το σκανδιναβικό μοντέλο ανάπτυξης -μηχανικοί, πληροφορικάριοι, περιβαλλοντολόγοι κ.λπ.- θα έχουν δουλειές.

Τι είπε η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2019; Θα συνεχίσετε να κάνετε ό,τι κάνατε, μικρομεσαίοι - μεσαίοι - αυτοαπασχολούμενοι, στο ίδιο μοντέλο, αλλά θα σας δώσω λιγότερους φόρους, πολύ λιγότερους ελέγχους και πολύ περισσότερη αστυνομία για να μην κλείνουν οι δρόμοι. Κι έτσι, ακόμη κι αν πολλοί κατάλαβαν πως ο Μητσοτάκης θα βοηθήσει πιο πολύ τους μεγάλους επιχειρηματίες, πίστεψαν πως μαζί με αυτούς θα επωφεληθούν αρκετά και οι ίδιοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. σήμερα τι λέει; Ποια εικόνα του μέλλοντος περιγράφει και με ποιες λέξεις - κλειδιά;

Διαβάζοντας κάποιος το κεφάλαιο για την οικονομία από την Προγραμματική Συνδιάσκεψη του κόμματος τον περασμένο Ιούλιο και ακούγοντας την ομιλία του προέδρου του στη ΔΕΘ, καταλαβαίνει πως το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. διαπνέεται από την ιδέα του να σβήσει τις αδικίες και να μειώσει τις ανισότητες. Όμως, σε αυτήν την εικόνα του μέλλοντος υπάρχει ένα μεγάλο έλλειμμα. Ποιο είναι το παραγωγικό μοντέλο που θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. να φέρει; Πού θα βασίζεται αυτό το δίκαιο και εξισωτικό μοντέλο ζωής; Στο αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα; Στον τουρισμό; Στη μεταβιομηχανία της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης; Στην παροχή υπηρεσιών υψηλής ειδίκευσης;

Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ., ως κυβέρνηση, θα στέλνει την Επιθεώρηση Εργασίας για να κάνει ελέγχους, αυτό το ξέρουμε. Αλλά σε ποιες δουλειές θα τη στέλνει; Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν έχει φτιάξει τις λέξεις - κλειδιά για το παραγωγικό μοντέλο του. Και αυτό δεν οφείλεται σε επικοινωνιακή αδυναμία. Αλλά σε πολιτική. Επειδή, στην πραγματικότητα, αυτό το μοντέλο δεν το έχει διαμορφώσει ακόμη όσο του χρειάζεται. Γι' αυτό και δεν μπορεί να υποσχεθεί κάτι πιασάρικο, όπως η «Δανία του Νότου».

Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. κατήγγειλε την επιλογή της κυβέρνησης να αφήσει εκτός πανεπιστημίων διπλάσιους νέους από πέρσι. Κατά τη γνώμη μου, το να γίνουν αυτοί οι νέοι πελατεία για τα κολέγια είναι ο δευτερεύων στόχος της Ν.Δ. Ο πρωτεύων είναι να μην έχουν αυτοί οι νέοι απαιτήσεις από τη ζωή τους και από την κυβέρνηση. Να ρίξουν τον πήχη τους και να ενταχθούν, χωρίς πολλά - πολλά, στη ζωή που ετοιμάζει γι' αυτούς η Ν.Δ. Της χαμηλής αμοιβής και της ελαστικής εργασίας σε θέσεις χαμηλής ειδίκευσης.

Αλλά αυτό συνιστά σχέδιο. Είναι το σχέδιο της προσαρμογής μας στο παραγωγικό μοντέλο της Ν.Δ. Και το ανέδειξε, μαζί με το σχετικό έλλειμμα του ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ., ένας από τους πιο δημοφιλείς stand up κωμικούς, ο Δημήτρης Χριστοφορίδης. Σε ένα ποστ στο Facebook, ο Χριστοφορίδης γράφει:


«Η Ν.Δ., με την αδιανόητα ταξική πολιτική της, φαίνεται να λύνει βιαίως πολλά θέματα. Αρχικώς βγάζει από την αγορά εργασίας πτυχιούχους χωρίς αντίκρισμα. Τα τελευταία δέκα χρόνια, πραγματικά, όποια σχολή και να τελείωνες, ήταν το χαρτί σου για πέταμα εκτός και αν ήσουν για διορισμό στο Δημόσιο, που και αυτό με το ζόρι, δάσκαλος π.χ. Κατά τα άλλα, τελείωνες ας πούμε πολιτικός μηχανικός και το μόνο που έκανες είναι να νομιμοποιείς ημιυπαίθριους -δηλαδή ατελείωτη χαρτούρα-, τελείωνες δικηγόρος και δούλευες σε κάνα γραφείο με 300 ευρώ και τα ΤΕΙ έβγαζαν πωλητές. [...] Γι’ αυτό οι πιο πολλοί έφευγαν έξω ακόμα και πριν από τα Μνημόνια. Η Ν.Δ. σου λέει ξεκάθαρα: Δεν έχω την πολυτέλεια να σας βγάζω όλους, πηγαίνετε σε κολέγια γιατί για τις δουλειές που παίζουν αρκεί το χαρτί από ΙΕΚ. Όταν σκάσουν επενδύσεις και παίξουν δουλειές που να χρειάζονται βαριά πτυχία, τα λέμε πάλι».
Και προσθέτει πως γι' αυτό «...είναι μια καλή στιγμή εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ να ανοίξουμε μια καλή κουβέντα για το τι Παιδεία θέλουμε», αφού «η κοινωνία πια έχει αλλάξει και πρέπει να βρούμε σύγχρονους τρόπους να μειώσουμε τις αντιθέσεις που θα φέρει μοιραία η απάνθρωπη για τα εργατικά στρώματα πολιτική της Ν.Δ.».


Με δυο λόγια, αν ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν παρουσιάσει ένα σαφές μοντέλο, στο οποίο οι νέοι επιστήμονες θα αξιοποιούνται, τότε, ακόμη κι αν ως κυβέρνηση καταργήσει την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, μπορεί στο τέλος απλώς να αφήσει να εκπαιδεύεται στο πανεπιστήμιο μία ακόμη γενιά που θα ζήσει στο φάσμα ανεργία - ετεροαπασχόληση - μετανάστευση. Για να μην γίνει αυτό, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. να ξεκαθαρίσει το μοντέλο που θέλει να ακολουθήσει. Να αποκρυσταλλώσει το παραγωγικό όραμά του και να το δώσει, με λέξεις - κλειδιά, να το καταλάβει ο κόσμος. Να καταλάβουν οι άνθρωποι τι θα πρέπει να μάθουν να κάνουν αυτοί και τα παιδιά τους για να έχουν ζωή και δουλειά στην Ελλάδα που θέλει να φτιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. Τι θα πρέπει να σπουδάσουν, σε τι θα πρέπει να εκπαιδευτούν, τι δουλειές θα υπάρχουν. Όχι μόνο για μια ελίτ. Για όλους. Δηλαδή σε ποιον κόσμο τους καλεί ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. να ζήσουν. Για να ξεκινήσουν να περπατάνε προς τα εκεί.

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

«Τα Κοινά της Παιδείας» στην κρίση των πολιτών

https://www.avgi.gr/politiki/395671_ta-koina-tis-paideias-stin-krisi-ton-politon

Να ξεκινήσουμε με τα βασικά. Το κυβερνητικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ναρκοθετημένο τουλάχιστον από τρεις μεριές. Από την ασφυκτική επιτροπεία των θεσμών, από την κυβερνητική απειρία των στελεχών του κόμματος και από τη στάση ενός σημαντικού τμήματος των στελεχών του κρατικού μηχανισμού που είχε σφιχτοδεθεί με τα δίκτυα και τα συμφέροντα της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ.

Σε αυτά ας προσθέσουμε ένα ακόμα. Το ότι για πολλά ζητήματα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διακηρυγμένες κομματικές θέσεις και προθέσεις, ακόμη και σχέδια, αλλά όχι πράγματα λεπτομερώς διαμορφωμένα. Αυτό σήμαινε πως το έργο του κάθε υπουργείου εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη σχεδιαστική ευφυΐα του κάθε υπουργού και της ομάδας του, την ικανότητάς τους να κατανοούν το τοπίο -ανθρωπολογικό και πολιτικό- στο οποίο κινούνται και να μαθαίνουν από τα λάθη τους.

Αυτά είναι τα στοιχεία που εκτιμώ πως προσπαθεί να εκθέσει το πολύ σημαντικό έργο «Τα Κοινά της Παιδείας» που εκδόθηκε με την επιμέλεια του πρώην υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, με πρόλογο του Αλέξη Τσίπρα, από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

Το έργο είναι συλλογικό. Πρόκειται για μια παρουσίαση του έργου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της Παιδείας. Εκθέτει κρυφά σημεία της κυβερνητικής διαδικασίας, με προεξάρχουσες τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς. Δείχνει και τα κενά και τις ανεπάρκειες της κυβερνητικής πολιτικής. Με δυο λόγια πρόκειται για ένα πολύτιμο ντοκουμέντο.

Είναι μια δουλειά που, αν την έκαναν όλες οι πολιτικές ηγεσίες για τα υπουργεία που είχαν αναλάβει, θα είχαμε μια καλύτερη δημοκρατία. Θα είχαμε μια δημόσια λογοδοσία και καλύτερα ενημερωμένους πολίτες, με μεγαλύτερη ικανότητα να κρίνουν και να αξιολογήσουν. Και ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια ευκαιρία, έστω εκ των υστέρων, να πληροφορηθούν οι πολίτες για το κυβερνητικό έργο του, πολύ μεγάλο μέρος του οποίου το αγνοούν ακόμα και τα μέλη του.

Η στιγμή της συγγραφής του έργου, δύο χρόνια μετά τη λήξη της κυβερνητικής θητείας, είναι αρκετά μακριά από τα γεγονότα ώστε αυτά να κριθούν με ψυχραιμία, αναλυτική εμβάθυνση και επιστημονική μεθοδολογία και αρκετά κοντινή ώστε να έχει διατηρηθεί στα κείμενα αυτή η ζώσα μνήμη που φλέγει τις γραμμές, όταν σε αυτές περιγράφεται μια εμπειρία που είναι ακόμη πολύ έντονη μέσα μας.

Δεν θα κάνω μια αναλυτική περιγραφή των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο και τα οποία εύκολα μπορεί κανείς να βρει ανατρέχοντας απλώς στα περιεχόμενά του. Άλλωστε τα θέματα καταλαμβάνουν το σύνολο της πολιτικής ύλης του υπουργείου Παιδείας, με εξαίρεση τον τομέα της Έρευνας, στον οποίο βέβαια τα αποτελέσματα ήταν πάρα πολύ σημαντικά.

Θα περιοριστώ εδώ να δείξω μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά και πολιτικά κρίσιμα στοιχεία που αναδύονται από τις σελίδες του βιβλίου. Στοιχεία που δείχνουν πώς πρέπει και πώς δεν πρέπει να είναι μια αριστερή κυβερνητική πρακτική. Πώς πρέπει να είναι προετοιμασμένος ο κομματικός φορέας γι’ αυτήν, αλλά και πώς να εντάσσεται στον σχεδιασμό και στις συνεννοήσεις. Την ευθύνη που έχει το κόμμα να κατανοεί τους περιορισμούς του κυβερνητικού έργου, τις ανάγκες για ελιγμούς, αλλά και να τα συνδυάζει με την επιμονή του στην εφαρμογή των θεμελιωδών πολιτικών στοχεύσεων. Να κατανοεί τις τακτικές, να επιμένει για τη στρατηγική.

Σταχυολογώ, λοιπόν, ενδεικτικά. Διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου βρίσκεται μπροστά μας η δυσκολία της διαπραγμάτευσης και της παράκαμψης των απόλυτων απαιτήσεων των θεσμών, όπως η «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών με κόστος την απόλυση. Η εκμετάλλευση των εσωτερικών αντιφάσεων και ανταγωνισμών των αντιπάλων μας, των θεσμών και του ΟΟΣΑ, και οι ρωγμές που άνοιξαν μέσα από διαπραγματεύσεις και ελιγμούς.

Οι δικοί μας εσωτερικοί εχθροί, Έλληνες εκπρόσωποι εγχώριων επιχειρηματικών και παρασιτικών συμφερόντων, που έδιναν «χαρτάκια» στους θεσμούς με τις απαιτήσεις τους. Η σταθερή ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η εκπαίδευση πρέπει να συνδέει ολιστικά στη συνείδηση των μαθητών και των μαθητριών τις εμπειρίες του κοινωνικού βίου και να τους ευαισθητοποιεί συνολικά. Και η αδυναμία να ακολουθηθεί πλήρως αυτή η αρχή.

Η ισχυρή προσπάθεια άμβλυνσης των ταξικών αντιθέσεων μέσα στα σχολεία, όπως με την αναβάθμιση των ΕΠΑ.Λ. και τη δημιουργία του Έτους Μαθητείας που η ηγεσία δεν αρκέστηκε να το θεσμοθετήσει, αλλά πήρε σβάρνα τις εργοδοτικές ενώσεις και τα επιμελητήρια και το διαφήμιζε για να βρεθούν θέσεις εργασίας για τους μαθητές. Η τεράστια μέριμνα για ευαίσθητες πτυχές της εκπαίδευσης, παραχωμένες σε κάποιες γωνιές, όπως η Ειδική Αγωγή.

Ο αγώνας για τα επιτεύγματα του αυτονόητου, όπως το να είναι οι εκπαιδευτικοί και τα βιβλία στις θέσεις τους εγκαίρως, χάρη στο πείσμα του Νίκου Φίλη. Η ανάγκη για την ψηφιακότητα και την αναπροσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών, με βάση τις ανάγκες των παιδιών της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Και τα ανεπαρκή σχετικά αποτελέσματα.

Οι αντιδράσεις γονιών που ξεβολεύονταν από μέτρα όπως η «Τσάντα στο Σχολείο». Ο πόλεμος του συντηρητισμού και τις κάλπικης αριστείας, ακόμη και για θέματα όπως η κλήρωση των σημαιοφόρων. Η ανθρωπιστική πρόταξη της ανάγκης να μορφωθούν τα προσφυγόπουλα. Τα δίλημμα μεταξύ δημοκρατικότητας και αποτελεσματικότητας στις κυβερνητικές πράξεις.

Και τέλος η τεχνοκρατική ηλιθιότητα των εκπροσώπων των θεσμών, για την οποία αξίζει μια πιο μεγάλη αναφορά. Για τους ανθρώπους που νόμιζαν πως, έχοντας υπό μάλης τις περίφημες «καλές πρακτικές» που είχαν πετύχει σε χώρες, όπως η Ολλανδία, θα μπορούσαν με ένα copy - paste να βελτιώσουν το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας. Και έπρεπε να τους εξηγηθεί πως, σε αντίθεση με την Ολλανδία, η Ελλάδα έχει νησιά και βουνά. Άρα έχει πολλά μικρά σχολεία που έχουν ανάγκη όλους τους καθηγητές, ακόμα κι αν έχουν πέντε, τρεις ή και έναν μαθητή. Και πως, σε αντίθεση με όσα ισχύουν στις χώρες της παλαιάς Ευρώπης, το ελληνικό κράτος δεν είναι αυτόνομο από τα κόμματα.

Δηλαδή, τελικά, έπρεπε να τους εξηγηθεί πως, αν εφαρμόζαμε στην Ελλάδα την αναλογία μαθητών - καθηγητών της Ολλανδίας και αν δίναμε στους διευθυντές των σχολείων -που ορίζονται από τις κυβερνήσεις- το δικαίωμα προσλήψεων και απολύσεων εκπαιδευτικών, όπως ζητούσαν οι θεσμοί, τότε μέσα σε ένα μήνα πάρα πολλοί μαθητές θα βρίσκονταν χωρίς σχολεία και τα ίδια τα σχολεία θα είχαν γίνει κομματικά κάστρα.

Δύο επισημάνεις για το κλείσιμο. Πρώτον, συνεργάστηκα προσωπικά με τον Κώστα Γαβρόγλου, τον συντονιστή αυτού του εκδοτικού έργου, ως προϊστάμενος του Γραφείου Κοινωνικής Πολιτικής του πρωθυπουργού. Δικαιούμαι μια προσωπική αναφορά. Έχω την αίσθηση πως ο Γαβρόγλου ήταν από αυτούς που η κυβερνητική θητεία δεν τους συντηρητικοποίησε, αλλά τους ριζοσπαστικοποίησε. Και η συνεργασία μαζί του ήταν άψογη, επειδή είχε και την τιμιότητα να πει ευθέως στον συνομιλητή του ότι «η άποψή σου είναι συντηρητική», αλλά και να αποσύρει μια δική του άποψη αν δεν είχε έρεισμα. Με τέτοια ειλικρινή, συντροφική και ζεστή αντιπαράθεση οικοδομούνται σχέσεις εμπιστοσύνης.

Δεύτερον, στο κεφάλαιο για την εκπαίδευση των παιδιών της μειονότητας ο Ανδρέας Νοταράς περιγράφει πολύ ζωηρά το πώς τα παιδιά, όταν άκουσαν τις δασκάλες να μιλάνε τη γλώσσα τους -τούρκικα, ρομανί, πομάκικα-, ένιωσαν ξαφνικά άνετα να πουν μέσα στην τάξη για το όνειρο που είχαν δει το προηγούμενο βράδυ και πώς τα έκανε να νιώσουν.

Σκέφτομαι πως η στιγμή που οι μεγάλοι χάνουμε το παιχνίδι είναι όταν σταματάμε να σκεφτόμαστε με την ευαισθησία και την ασίγαστη περιέργεια των παιδιών. Η διαφύλαξη αυτής της ευαισθησίας και η μεγέθυνση της περιέργειάς τους πρέπει να είναι τα δυο διαμάντια που θα προσκομίσουμε στο θησαυροφυλάκιο που λέγεται Παιδεία για τη Δεύτερη Φορά Αριστερά.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Γιατί δεν κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. και πώς ανεβαίνει τώρα

https://www.avgi.gr/politiki/391332_giati-den-kerdize-o-syriza-ps-kai-pos-anebainei-tora

Σε συνθήκες κανονικότητας οι πολίτες επιλέγουν το κόμμα και τον αρχηγό που πιστεύουν ότι μπορεί να τους προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής. Τι σημαίνει αυτό; Πολλά. Περισσότερες δουλειές και λιγότερους φόρους. Πιο λειτουργικό κράτος. Αλλά και έναν «δικό μας» άνθρωπο σε θέση ευθύνης. Στην κανονικότητα η διαχωριστική γραμμή μπαίνει ανάμεσα στην καλύτερη και τη χειρότερη ποιότητα ζωής.

Σε συνθήκες πολέμου όλα αυτά παραμερίζονται. Ο κόσμος επιλέγει αυτόν με τον οποίο πιστεύει ότι θα κερδίσει τον πόλεμο. Και συνήθως συσπειρώνεται γύρω από την ηγεσία που ήδη έχει. Διότι η διαχωριστική γραμμή μπαίνει πια ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Κι έτσι στην Ελλάδα, στο πρώτο κύμα της πανδημίας, η οποία έχει έναν χαρακτήρα πολέμου, υπήρξε μεγάλη στήριξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όταν όμως ήρθε ο Οκτώβριος και οι αριθμοί των νεκρών εκτοξεύτηκαν, η κυβέρνηση δεν κατέρρευσε. Κι ακόμη και σήμερα, που από τους 600 νεκρούς σε έξι μήνες πήγαμε στις 11.000 στους επόμενους έξι, αλλά και σε ένα εξαιρετικά αποτυχημένο δεύτερο lockdown, η κυβέρνηση δεν έχει συντριβεί. Και ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν δείχνει να κερδίζει πολλούς πόντους. Ας μην παραξενεύεται κανείς. Είναι απολύτως λογικό. Και, εν μέρει, αναπόφευκτο.

Είπαμε ότι η βασική διαχωριστική γραμμή της τελευταίας περιόδου ήταν αυτή μεταξύ ζωής και θανάτου. Σε επίπεδο γενικής συζήτησης, το κύριο ζήτημα ήταν αν ο ιός υπάρχει, αν είναι επικίνδυνος κι αν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους επιστήμονες. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τάχθηκε υπέρ της μίας πλευράς. Και καλά έκανε. Σε επίπεδο πολιτικών επιλογών, το κύριο ζήτημα ήταν το lockdown. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τάχθηκε υπέρ. Και καλά έκανε. Μετά ήρθε το ζήτημα του εμβολιασμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τάχθηκε υπέρ. Και καλά έκανε. Όμως, σε όλα τα κρίσιμα θέματα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τασσόταν με τη μία πλευρά, έβρισκε εκεί ήδη τη Ν.Δ. Αποφάσισε να μείνει εκεί και να μην λαϊκίσει. Και καλά έκανε. Έβαζε, βέβαια, τις πινελιές του. Μιλούσε για την ανάγκη να υπάρχουν μέτρα για τα νοσοκομεία, τα ΜΜΜ, τους χώρους εργασίας, τα σχολεία ώστε να έχει πραγματικό νόημα το lockdown. Όμως από τη στιγμή που ήταν υπέρ του lockdown όλες αυτές οι παρεμβάσεις παρέμεναν δευτερεύουσες στη δημόσια συζήτηση. Άλλωστε, ούτε μεγάλα φιλικά ΜΜΕ διέθετε για να τις αναδείξουν, ούτε τα κομματικά μέλη του μπορούσαν να βγουν έξω και να μιλήσουν στον κόσμο. Μάχες στα social media και έτερον ουδέν. Με δυο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν κέρδισε πόντους από τη μάχη της πανδημίας γιατί με τους όρους που στήθηκε η μάχη αυτή -κι από τη ζωή την ίδια, αλλά και από τη Ν.Δ.- δεν διαφοροποιήθηκε πολύ. Διότι δεν μπορούσε να το κάνει σ’ αυτή τη συγκυρία.

Σήμερα η συνθήκη μοιάζει να αλλάζει. Η δυναμική της Ν.Δ. δεν έχει εξαντληθεί, αλλά έχει καθαρά μειωθεί. Όμως, για να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. το χαμένο έδαφος, δεν αρκεί η αποδυνάμωση της Ν.Δ. Πρέπει ο ίδιος να βγάλει μπροστά θετικά προτάγματα. Μολονότι η μάχη με την πανδημία δεν έχει τελειώσει, ο κόσμος κοιτάει πια στην επόμενη μέρα. Και πλανάται κωμικώς όποιος νομίζει πως, επειδή ζήσαμε μια πανδημία, θα γίνει ηγεμονικός και θα κερδίσει εκλογές αν η βασική του υπόσχεση αφορά το σύστημα Υγείας. Μια κοινωνία δοκιμασμένη από υγειονονομική κρίση είναι και μια οικονομικά και ψυχολογικά δοκιμασμένη κοινωνία. Θέλει να ακούσει να της περιγράφουν το πώς θα ζήσει. Όχι το πώς δεν θα πεθάνει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τους τελευταίους μήνες έχει καταθέσει μεγάλα πακέτα οραματικών προτάσεων για την Υγεία, την πράσινη ανάπτυξη και άλλα. Όμως, λόγω επικοινωνιακού ελλείμματος, όλες αυτές οι επεξεργασίες κατέβηκαν το πολύ μέχρι το επίπεδο των κομματικών μελών. Και δεν κατέληγαν σε δύο - τρεις εμβληματικές δεσμεύσεις που θα σφηνώνονταν στο μυαλό του κόσμου. Έτσι, στη δημόσια συζήτηση ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. έως τώρα μοιάζει να τρέχει πίσω από τη Ν.Δ. και μόλις αυτή φέρνει κάποιον νέο νόμο να δεσμεύεται ότι όταν γίνει κυβέρνηση, θα τον πάρει πίσω.

Όμως, η παρουσίαση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. για την εργασία και η ομιλία του προέδρου του στη Συνδιάσκεψη του κόμματος ήταν μια τομή. Μια σοβαρή τομή. Ο Αλέξης Τσίπρας είπε καθαρά ότι με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. άμεσα οι εργαζόμενοι θα έχουν 800 ευρώ κατώτατο μισθό, ισχυρή Επιθεώρηση Εργασίας, συλλογικές διαπραγματεύσεις και πιλοτικά 35ωρο. Οι επιχειρήσεις θα δουν να διαγράφονται τα χρέη της πανδημίας και τα υπόλοιπα να ρυθμίζονται σε 120 δόσεις. Οι νεοπροσλαμβανόμενοι γιατροί θα παίρνουν 2.000 ευρώ πρώτο μισθό. Τα πιο πολλά από αυτά είχαν ήδη ειπωθεί. Όχι έτσι. Όχι μαζί. Όχι τόσο επιθετικά.

Έχει γίνει, λοιπόν, μια νέα αρχή. Και πρέπει να συνεχιστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. πρέπει να δώσει μεγάλες θετικές υποσχέσεις για την επόμενη μέρα. Καθαρές υποσχέσεις που ο κόσμος θα τις πάρει στις πλάτες του και θα τις κάνει δική του υπόθεση. Και θα μπορεί να πει ότι ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. «για να» έχει 800 ευρώ μισθό, «για να» έχει 35ωρο, «για να» ζήσει καλύτερα. Όχι «επειδή» ο Μητσοτάκης είναι κακός νεοφιλελεύθερος, «επειδή» θα κλείσει νοσοκομεία, «επειδή» οι μίζες χορεύουν στο Μαξίμου. Τις μεγάλες μάχες τις κερδίζουν τα «για να», όχι τα «επειδή». Τις κερδίζουν οι στόχοι, όχι οι φόβοι. Αυτό δεν μας έμαθε πριν από έξι χρόνια το δημοψήφισμα;

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Τα παιδιά του επιχειρηματικού σωλήνα

https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ta-paidia-toy-epixeirimatikoy-solina

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε γίνει πολύ δημοφιλής η έκφραση «παιδιά του κομματικού σωλήνα». Αναφερόταν σε ανθρώπους που καταλάμβαναν κυβερνητικές και κρατικές θέσεις υψηλής ευθύνης, χωρίς να έχουν κάποιες ιδιαίτερες επιστημονικές και επαγγελματικές περγαμηνές ή μια αξιοσημείωτη κοινωνική δραστηριότητα, αλλά βασιζόμενοι κυρίως στην ιδιότητά τους ως κομματικών στελεχών. Σε ανθρώπους που δεν είχαν επαφή με την κοινωνία γιατί ζούσαν στην «κομματική γυάλα».

Την ίδια περίοδο κέρδιζε έδαφος η τεχνοκρατική πρόσληψη της πολιτικής, δηλαδή η πεποίθηση πως η πολιτική δεν είναι ζήτημα κοινωνικών οραμάτων, αλλά «πρακτικής επίλυσης προβλημάτων». Ήταν η εποχή που τα ΜΜΕ ήθελαν να πλαισιώσουν ιδεολογικά την μετάβαση από το παπανδρεϊκό πρότυπο εξουσίας στο σημιτικό. Έτσι, η εικόνα του Κώστα Σημίτη ως «χαμηλών τόνων», «καθηγητή πανεπιστημίου», «υπεύθυνου τεχνοκράτη» φιλοτεχνήθηκε μεθοδικά και σε αντιπαράθεση με το πρόσφατο παρελθόν. «Ο Σημίτης εκφράζει το ότι πρέπει πλέον να σοβαρευτούμε και να δουλέψουμε», έλεγε εκείνες τις μέρες ο Πέτρος Κωστόπουλος, ο άνθρωπος που έχτισε τις επιχειρήσεις του προωθώντας το πρότυπο της Ελλάδας του life style, του χρηματιστηρίου και του εύκολου επιδεικτικού πλουτισμού.

Όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και κέρδιζε έδαφος ο θαυμασμός προς τον κόσμο των επιχειρήσεων. Οι από δεκαετίες μικροαστοί Έλληνες, άρχισαν να ονειρεύονται τα παιδιά τους όχι ως γιατρούς και δικηγόρους, αλλά ως μάνατζερς και χρηματιστές σε μεγάλες εταιρείες, με ακριβά αυτοκίνητα, μπόνους και σπίτια με πισίνες. Να ζουν μια ζωή μακριά από τις ανάγκες, τα προβλήματα και τις έγνοιες του μέσου ανθρώπου. Μακριά από την κοινωνία. Ασφαλώς, στην πραγματικότητα οι περισσότεροι από αυτούς που κατέλαβαν τις υψηλές θέσεις των μεγάλων εταιρειών δεν προέρχονταν από οικογένειες με χαμηλό ή μέσο εισόδημα. Ήταν και είναι άνθρωποι που οι οικογένειές τους είχαν τη δυνατότητα να τους εξασφαλίσουν σπουδές στο εξωτερικό και, κυρίως, μια κοινωνική δικτύωση που τους έστειλε απευθείας στα ψηλά κλιμάκια.

Και σήμερα ήρθε η μέρα που αυτός ο κόσμος, αυτοί οι άνθρωποι κυβερνούν. Αυτοί που ζουν μεταξύ Εκάλης και Γλυφάδας, που το πόδι τους πατάει μόνο το γκάζι των ακριβών αυτοκινήτων τους και τα παχιά χαλιά των πολυτελών εστιατορίων. Αλλά ποτέ το δάπεδο ενός λεωφορείου. Τα παιδιά του «επιχειρηματικού σωλήνα». Που πραγματικά δεν έχουν καμία επαφή με την κοινωνία. Που είναι από έναν άλλο κόσμο. Και φαίνεται. Φαίνεται όταν απαντώντας σε όσα λέει η Αριστερά για την ανάγκη προστασίας των εργαζόμενων, αυτοί πετάνε τον μπαλάκι μακριά για να το πιάσει το Αόρατο Χέρι της Αγοράς. Όταν σου λένε πως «οι επιχειρήσεις κάνουν από μόνες τους αυξήσεις στα καλά στελέχη για να τα κρατήσουν» (Μητσοτάκης), πως ο νέος εργασιακός νόμος που καταργεί το 8ωρο «είναι υπέρ του εργαζόμενου» (Σκέρτσος), πως «όσοι κάνουν διδακτορικό μάλλον δεν έχουν όρεξη για δουλειά» (Πατέλης), πως «ο εργαζόμενος ξέρει πόσες ώρες πρέπει να εργάζεται, δεν χρειάζεται συλλογική σύμβαση» (Τσακλόγλου). Και σε μεγάλο βαθμό είναι ειλικρινείς. Στο δικό τους κοινωνικό σύμπαν δεν υπάρχουν εργαζόμενοι, αλλά μόνο «στελέχη». Αυτά ξέρουν, για αυτά μιλάνε.

Οι εντολοδόχοι ενός αρχηγού που η οικογένειά του δεν έχει, ούτε καν στον ευρύτερο κύκλο της, έναν άνθρωπο που να έχει μπει για μια φορά στη ζωή του σε λεωφορείο, εντάσσονται στην πολιτική για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο στον οποίο ανήκουν και που μόνο από την δικιά του σκοπιά μπορούν να δουν τα πράγματα. Τη σκοπιά των αντιλήψεων και των συμφερόντων μιας μειοψηφικής ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι που βλέπουν την πολιτική ως ένα ακόμη «πρότζεκτ», που το μοτίβο τους είναι η αντιεπιστημονική κενολογία πως «η χώρα είναι σαν μια επιχείρηση», που βλέπουν τους πολίτες και τις ανάγκες τους σαν απλά δεδομένα στο χαρτί τα οποία πρέπει να υποτάσσονται στις προτεραιότητες και τα αυτονόητα της δικής τους κοινωνικής τάξης, αυτοί που συχνά περνιούνται για οικονομολόγοι ενώ η αντιληπτική ικανότητά τους φτάνει μόνο στο να είναι λογιστές πολυτελείας, αυτοί που ζουν μόνο αναμεταξύ τους και αλληλοεπιβεβαιώνουν τις ιδέες τους χωρίς να εξετάζουν τις συνέπειές που έχουν στην άλλη πλευρά, της κοινωνικής πλειονότητας, αυτοί που έχουν μάθει να εκμεταλλεύονται και να απολύουν απενοχοποιημένα χιλιάδες εργαζόμενους και που σήμερα, μέσα στην πανδημία, έχουν φτάσει να μας λένε πως έχουμε περισσότερα νοσοκομεία από όσα χρειαζόμαστε, τίνος άλλου τις ανάγκες θα μπορούσαν να κατανοούν; Τίνος το συμφέρον και ποια αντίληψη για την πολιτική και τη δημοκρατία θα μπορούσαν να υποστηρίζουν τα παιδιά του ΣΕΒ που μας λένε ότι εργοδότες και εργαζόμενοι είναι ισότιμοι και θα μπορούν να διαπραγματεύονται ελεύθερα για τις απλήρωτες υπερωρίες και τα ρεπό; Για ποια κοινωνία θα μπορούσαν ποτέ εργάζονται αυτά τα «παιδιά του επιχειρηματικού σωλήνα»;

Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Ίσως τελικά δεν καταλαβαίνουμε τις γυναίκες

https://provocateur.gr/prisma/21846/isws-telika-den-katalabainoyme-tis-gynaikes

Η συζήτηση στα social media για τον νόμο για την Υποχρεωτική Συνεπιμέλεια έφερε στην επιφάνεια ένα πολύ γνωστό αντανακλαστικό. Την απόδοση μιας άποψης σε ένα συναίσθημα. Όποιος κάνει κριτική στην Εκκλησία «μισεί τον χριστιανισμό», όποιος διαφωνεί με την επίσημη εκδοχή της ελληνικής ιστορίας «μισεί οτιδήποτε ελληνικό», όποια κάνει κριτική στην πατριαρχεία «μισεί τους άντρες». Έτσι και τώρα, όποια γυναίκα στρεφόταν κατά του νόμου και έλεγε πως η υποχρεωτική συνεπιμέλεια επιβάλει στο παιδί να μείνει με έναν κακοποιητικό γονιό διέπραττε το αμάρτημα του «αντίστροφου σεξισμού».

Είναι κωμικό το ότι την κατηγορία αυτή την χρησιμοποιούν άνθρωποι που μπορεί να μην αποδέχονται καν ότι υπάρχει σεξισμός και πατριαρχία. Είναι, όμως, βαθιά προβληματικό το να υποστηρίζουν αυτή τη θέση άνθρωποι που -υποτίθεται πως- γνωρίζουν για αυτά τα πράγματα. Να το πούμε, λοιπόν, μια και για πάντα. Ο σεξισμός, όπως για παράδειγμα και ο ρατσισμός, δεν είναι ατομική συμπεριφορά. Είναι κοινωνικό φαινόμενο και για αυτό το συζητάμε και τον κρίνουμε. Είναι η επιβολή της ανδρικής εξουσίας επί των γυναικών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό χώρο, αλλά και στην ίδια τους την συνείδηση. Όταν οι αστυνομικοί στις ΗΠΑ σκοτώνουν τους μαύρους πολίτες σαν μύγες επειδή τους θεωρούν υπανθρώπους μιλάμε για ρατσισμό. Δεν θα μιλήσουμε για αντίστροφο ρατσισμό αν ένας μαύρος σκοτώσει έναν λευκό, όσο κι αν το καταδικάσουμε. Θα είναι γελοίο.

Καταλαβαίνουμε καλά τη διαφορά των δύο περιπτώσεων. Αντιστοίχως, για να έχει νόημα ο περίφημος «αντίστροφος σεξισμός» θα έπρεπε να έχει παρόμοιες διαστάσεις. Να έχει γίνει μαζικό και εδραιωμένο φαινόμενο. Μια και για πάντα, λοιπόν. Μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι χωρίς να φοβούνται, μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να κυκλοφορούν στο δρόμο χωρίς να τους φωνάζει όποιος θέλει διάφορες βλακείες για την εμφάνισή τους, μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να πιουν ένα ποτό μόνοι τους ένα βράδυ στο μπαρ ή να βάλουν ένα όμορφο ρούχο χωρίς να θεωρούν όλοι πως «ψάχνονται» και να μην τους αφήνουν σε ησυχία και μετά να θυμώνουν και να τους βρίζουν κι από πάνω αν δεν τους μιλάνε, μέχρι να μην μπορούν οι άνδρες να έχουν πολλές ερωτικές συντρόφους χωρίς να θεωρείται πως αυτό υποβιβάζει την ηθική τους, μέχρι αρχίσουν να χωρίζονται οι άνδρες στον δημόσιο λόγο σε αυτούς που είναι καλοί «για ένα πήδημα» και σε αυτούς που είναι καλοί «για οικογένεια», μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να παρενοχλούνται σεξουαλικά στον εργασιακό τους χώρο ή στο δρόμο και όταν το καταγγέλλουν όλοι να σκέφτονται «τι φορούσε όμως;» και «ναι, αλλά μήπως έκανε κάτι;» και «τώρα το θυμήθηκε;».

Μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να πληρώνονται λιγότερο για ίσης αξίας δουλειά, μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο με τα ρούχα που θέλουν, μέχρι να αρχίσουμε να μαλώνουμε τα αγοράκια όταν κάθονται με ανοιχτά τα πόδια, μέχρι να αρχίσουν οι άνδρες να μην μπορούν να γράψουν ένα αντιρατσιστικό ποστ χωρίς να μπαίνουν στρατιές από ορκ του διαδικτύου στο προφίλ τους και να τους γράφουν ότι αυτά τα λένε γιατί «γουστάρουν να πηδιούνται με τους ξένους», μέχρι να αρχίσουμε να θεωρούμε πως όποιος ωραίο άντρας ποζάρει στο instagram είναι «βίζιτα», μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως αν ο άντρας περάσει τα σαρανταπέντε τελείωσε ως σεξουαλικό υποκείμενο, μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά και κοιλίτσα αποκλείεται να θεωρείται γοητευτικός, μέχρι να αρχίσουμε να λοιδορούμε δημοσίως έναν άνδρα σταρ επειδή έχει πάρει κιλά, μέχρι να αρχίσουμε να λυπόμαστε έναν άντρα που δεν έκανε παιδιά γιατί «δεν έχει ολοκληρωθεί» και γιατί «τον έφαγε η καριέρα», μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως οι άνδρες δεν είναι καλοί για ηγετικές θέσεις γιατί είναι «υστερικοί» ή γιατί αν έχει χάσει η ομάδα τους την επόμενη μέρα δεν θα είναι αποδοτικοί στη δουλειά τους, μέχρι να ναρχίσουν οι άντρες να δολοφονούνται από τις ερωτικές τους συντρόφους και τα ΜΜΕ να μιλάνε για «έγκλημα πάθους», μέχρι να αρχίσουν οι ίδιοι οι άνδρες να ενοχοποιούν τη σκέψη, το σώμα και την επιθυμία τους και να εγκαλούν τους άλλους άντρες που δεν εφαρμόζουν τους κοινωνικούς κανόνες και, τέλος, μέχρι όλα αυτά -και πάρα πολλά ακόμα που κι εγώ δεν τα συνειδητοποιώ γιατί είμαι άντρας και μπορεί να τα ασκώ χωρίς να το αντιλαμβάνομαι- να αρχίσουν να γίνονται πραγματικά μαζικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για αντίστροφο σεξισμό.

Όλο αυτό το μείγμα γίνεται ακόμη πιο εκρηκτικό αν βάλουμε στην εξίσωση και τον σεξισμό σε βάρος των γκέι που κι αυτός βασίζεται στην πατριαρχία, αλλά παίρνει άλλες διαστάσεις. Αν όλα αυτά τα συνειδητοποιήσουμε, τότε ίσως μπορέσουμε να καταλάβουμε τις γυναίκες, τις αντιδράσεις τους και το δίκιο τους. Και να σταματήσουμε να συμπεριφερόμαστε και να αντιδρούμε σαν αποικιοκράτες που ξινίζουμε τα μούτρα μας επειδή οι άποικοι άρχισαν να μας κοιτάν στα μάτια.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

Μαθαίνοντας ξανά (;) το 1821

 https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/350065_mathainontas-xana-1821

Αν γυρίσουμε λίγο τη σκέψη μας στα σχολικά χρόνια, παλιότερα ή πιο πρόσφατα, μάλλον θα συμφωνήσουμε πως για τους πιο πολλούς και τις πιο πολλές από εμάς, το μάθημα της Ιστορίας ήταν μιας μορφής αγγαρεία. Ακόμη κι αν κάποιες φορές το βιβλίο ή ένας χαρισματικός δάσκαλος μπορούσαν να μας εξάψουν κάπως το ενδιαφέρον, ο τρόπος εξέτασης του μαθήματος, διά της παπαγαλίας, το έκανε τελικά απωθητικό.

Κι επειδή κανένα κενό δεν μένει για πολύ ακάλυπτο, τον χώρο που άφησε το σχολικό μάθημα στις συνειδήσεις μας γρήγορα τον κατέλαβαν οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις του 1821 από τον κρατικό λόγο, τις χουντικές ταινίες που παίζει κάθε χρόνο η τηλεόραση, τους άσχετους δημοσιολογούντες και κάποιες κιτς σχολικές και τοπικές γιορτές με θεματολογία και αισθητική κληρονομημένες από την εθιμοτυπία της δικτατορίας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων εκπαιδευτικών να οργανώσουν πιο ουσιαστικούς εορτασμούς. Έτσι, οι πιο πολλοί Έλληνες κουβαλάνε μέσα τους μια εικόνα για την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και για το 1821 εντελώς ξένη από όλα αυτά που έχει αποδείξει η ιστορική έρευνα και όλα όσα διδάσκονται στα πανεπιστήμια εδώ και σαράντα χρόνια. Και αντιδρούν πολύ άσχημα όταν έρθουν σε επαφή μαζί τους, γιατί νιώθουν να αμφισβητείται η εθνική ιστορία και η εθνική ταυτότητά τους. Από την άλλη, πολλοί από εμάς, ενοχλημένοι από το εθνολαϊκιστικό κιτς με το οποίο ντυνόταν πάντα η 25η Μαρτίου, απωθήθηκαν από την μελέτη του 1821. Το αποτέλεσμα ήταν κοινό. Άγνοια.

Όμως, ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το 1821 δεν είναι καθόλου δύσκολο πια να στηθεί. Αρκεί να κάνει δύο πράγματα. Πρώτον, να αλλάξει τον τρόπο εξέτασης του μαθήματος της Ιστορίας, αν μιλάμε για ένα σχολικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Αλλιώς, κάθε αλλαγή θα κινδυνεύει να πάει στα σκουπίδια. Δεύτερον, να βάζει το 1821 στις συγκεκριμένες ιστορικές του συνθήκες και στο πραγματικό του μέγεθος. Να δείξει πως ήταν ένα μοναδικής σημασίας γεγονός για την Ελλάδα, αλλά όχι ένα μοναδικό παγκόσμιο γεγονός. Και να εξετάσει το 1821 και την Οθωμανοκρατία μακριά από την καταστροφική ιδέα πως το μάθημα της ιστορίας πρέπει να «παραδειγματίζει».

Η δουλειά της Ιστορίας είναι απαντάει στα ίδια ερωτήματα που απαντάει και ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ποιος, που, πότε, πως και γιατί έκανε κάτι. Αυτός ήταν και ο άξονας της δουλειάς που κάναμε με την ομάδα του Σπούτνικ, μία πολιτική και πολιτιστική πρωτοβουλία νέων ανθρώπων, δημιουργώντας, με τη συνδρομή πανεπιστημιακών, μια σειρά από βίντεο για την Επανάσταση υπό τον γενικό τίτλο «1821. Ένα παγκόσμιο ελληνικό γεγονός».

Εκεί προσπαθήσαμε να δείξουμε πως οι παραπάνω ερωτήσεις είναι αλληλένδετες και καμία δεν έχει αυτονόητη απάντηση. Για παράδειγμα, αν δεν κατανοήσουμε πως οι επαναστάτες δεν ήταν άνθρωποι που σκέφτονταν όπως εμείς σήμερα, αλλά ένα ετερόκλητο σύνολο ανθρώπων, που άλλοι είχαν στο μυαλό τους το έθνος και άλλοι το χωριό τους, που άλλοι ήταν κλέφτες κι άλλοι ήταν αρματολοί, δηλαδή υπάλληλοι των Οθωμανών, άλλοι αγρότες που δεν είχαν πιάσει ποτέ τους όπλο και δεν είχαν διανοηθεί να διώξουν τους Οθωμανούς, άλλοι ήταν γαιοκτήμονες με παραδοσιακές ιδέες και άλλοι ήταν έμποροι με πιο καινοτόμες απόψεις για τα εθνικά κράτη και την πολιτική, πως όλοι πολέμησαν επιδιώκοντας ταυτόχρονα και την ικανοποίηση των ατομικών τους συμφερόντων, τότε δεν θα καταλάβουμε ποτέ γιατί πολλοί περίφημοι οπλαρχηγοί τη μία έμπαιναν στην Επανάσταση και την άλλη προσκυνούσαν τους Οθωμανούς, γιατί οι πολεμιστές άφηναν τον πόλεμο και γύριζαν στα χωριά τους όταν δεν τους πλήρωναν, γιατί έγιναν οι Εμφύλιοι και γιατί δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας. Και θα αναμασάμε κοινοτυπίες για την «διχόνοια των Ελλήνων».

Δεν θα καταλάβουμε πόσο πολύ άλλαξε τελικά η επανάσταση αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή δεν θα νιώσουμε το μεγαλείο κάθε μεγάλης πολιτικής διαδικασίας, όπως είναι μια εθνική επανάσταση. Και θα νομίζουμε πως όποιος μας μιλάει για αυτά τα πράγματα είναι εθνοπροδότης.

Αντιστοίχως, μια σχολική ιστορική αφήγηση για την Επανάσταση και την Οθωμανοκρατία που δεν θα μοιάζει με videogame, δηλαδή δεν θα είναι μια ατελείωτη σειρά από μάχες, θα πρέπει να απαντάει σε κάποια στοχευμένα ερωτήματα και να ανοίγει την όρεξη για νέα. Γιατί έγινε μετά από 400 χρόνια μια επανάσταση; Γιατί δεν είχαν εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο οι τοπικές εξεγέρσεις των προηγούμενων αιώνων; Μπορεί το 1821 να είχε μείνει ανεπηρέαστο από τους σεισμούς της Αμερικάνικης και της Γαλλικής Επανάστασης; Ποιες ήταν οι κοινωνικές δυνάμεις της Ελλάδας και της Επανάστασης; Τι στόχους και συμφέροντα είχε η καθεμία; Συμμετείχαν όλες τους στην Επανάσταση; Η εθνική συνείδηση των Ελλήνων ήταν κοινή για όλους; Είχε πιο πολύ αναφορά στο Βυζάντιο ή στην αρχαία Ελλάδα;

Κι έτσι, σιγά-σιγά, μπορεί να ανοίξει ένα νέο πεδίο κατανόησης. Για να καταλάβουμε πως  η Επανάσταση δεν ήταν μόνο στρατιωτικό αλλά και ένα σπουδαίο πολιτικό γεγονός. Πως οι ήρωες του 1821 δεν ήταν άγιοι, αλλά άνθρωποι με αδυναμίες και πισωγυρίσματα, πως ήταν καθημερινοί άνθρωποι που κάποια στιγμή έκαναν μη καθημερινά πράγματα. Πως οι πιο πολλοί δεν μπήκαν στην Επανάσταση επειδή είχαν διαμορφώσει πλήρως την εθνική τους συνείδηση, αλλά την διαμόρφωσαν μέσα στην Επανάσταση. Κι έτσι θα καταλάβουμε πως οι εμφύλιοι δεν ήταν μια εξαίρεση, αλλά μια αναμενόμενη εξέλιξη μετά από κάθε επανάσταση. Και πως πράγματι οι ξένοι παρενέβησαν στα εσωτερικά της Ελλάδας, αλλά επειδή τους το επέτρεψαν οι ίδιοι οι επαναστάτες. Και τελικά, να μπορέσουμε έτσι να αγαπήσουμε το 1821. Να καταλάβουμε πως ήταν μια… επαναστασάρα που αν την βλέπαμε ως σειρά εποχής στο Netflix θα μας κράταγε καθηλωμένους για πολλούς κύκλους. Γιατί τα είχε όλα. Ίντριγκες και ηρωισμούς, διαψεύσεις και θριάμβους, συνωμότες και προδότες, διεθνείς επαναστάτες και ανθρώπους που δεν είχαν βγει ποτέ από το χωριό τους, τεράστιο διπλωματικό παρασκήνιο και ανθρώπους που έπρεπε να πολεμάνε και ταυτόχρονα να βρίσκουν φαγητό για την οικογένειά τους, ηρωισμούς και θηριωδίες, πόλεμο και πολιτική.

Αν θέλαμε να εκφράσουμε με λίγες λέξεις τον στόχο όλου αυτού του σχεδίου θα λέγαμε το εξής: Να καταλάβουμε το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι τότε. Δηλαδή, πρωτίστως να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε πως δεν σκέφτονταν όπως εμείς τώρα. Πως δεν είχαν διαμορφωμένη πλήρως την εθνική συνείδηση μέσα τους, γιατί δεν υπήρχε ακόμα το κράτος που της έδωσε την τελική της μορφή. Πως οι άνθρωποι αυτοί ήταν ταυτόχρονα κομμάτι του παλιού και του νέου κόσμου. Του παραδοσιακού κόσμου, όπου οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τον τόπο τους, το χωριό τους, τα συγγενικά τους δίκτυα και την τοπικής τους εξουσία. Και του νεωτερικού κόσμου, όπου οι άνθρωποι αρχίζουν να αποκτούν την συνείδηση του έθνους και να αγωνίζονται για αυτό. Αυτή η σύλληψη είναι που μπορεί να κάνει την Ιστορία γοητευτική. Ως μάθημα και ως διαδικασία.